- ψαρήσιος
- α, ο рыбий, относящийся к рыбе
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψαρήσιος — ια, ιο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ψάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] … Dictionary of Greek